- ἐπέπυστο
- ἐπέπυστο: see πυνθάνομαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐπέπυστο — πυνθάνομαι learn plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)